ινδικοφόρος

ινδικοφόρος
η
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας χεδρωπά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”